- παρέγγραφος
- παρέγγραφοςinterpolatedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρέγγραφος — ον, ΜΑ [παρεγγράφω] εμβόλιμος αρχ. (για πολίτη) παρέγγραπτος … Dictionary of Greek
παρεγγράφω — παρέγγραφος interpolated masc/fem/neut nom/voc/acc dual παρέγγραφος interpolated masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) παρεγγράφω write by the side pres subj act 1st sg παρεγγράφω write by the side pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεγγράφους — παρέγγραφος interpolated masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεγγράφων — παρέγγραφος interpolated masc/fem/neut gen pl παρεγγράφω write by the side pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek